- ψευτιά
- η, Ν [ψεύτης]1. ψεύδος, ψέμα2. απάτη, δόλος3. παροιμ. «με τις ψευτιές κουκούλια δεν βάφουν» — χωρίς ικανότητες και χωρίς οικονομικά μέσα, η επιτυχία μιας επιχείρησης ή ενός εγχειρήματος είναι ανέφικτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευτιά — η 1. ψέμα. 2. απάτη: Πλούτισε με τις ψευτιές. 3. η παροιμία «με τις ψευτιές κουκούλια δε βάφουν», δηλώνει ότι χωρίς υλικά εφόδια τίποτε δε γίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… … Dictionary of Greek
διάψευσμα — διάψευσμα, το (Α) ψευτιά, ψέμα … Dictionary of Greek
κακοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος, δύσπεπτος 2. μτφ. α) (για ανθρώπους) φορτικός, ανυπόφορος, δυσάρεστος, δύστροπος β) (για λόγους ή πράγμ.) μη πιστευτός («κακοχώνευτη ψευτιά») γ. (για γνώση) δύσκολος, δύσκολα… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] … Dictionary of Greek
παρεύρεση — η / παρεύρεσις, έσεως, και παρεύρησις, ήσεως, ΝΑ [παρευρίσκω] νεοελλ. το να βρίσκεται κανείς κάπου, η παρουσία αρχ. 1. επινόηση ψευδούς δικαιολογίας, πρόφαση, πρόσχημα 2. απάτη, ψευτιά … Dictionary of Greek
χοντροκομμένος — η, ο, Ν 1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές») 2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος 4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη… … Dictionary of Greek
ψευδολόγημα — το, ΝΜ [ψευδολογώ] ψευδολογία, ψέμα, ψευτιά … Dictionary of Greek